- δηθάκι
- δηθάκι and [full] δηθάκις, Adv.A often, Nic.Al.215, Man.3.22, Opp.C. 1.27, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηθάκι — δηθάκι(ς) επίρρ. (Α) [δηθά] για πολύ, συχνά … Dictionary of Greek